- οργάνωση
- Στις κοινωνικές επιστήμες, ο όρος σημαίνει τη συγκρότηση μιας ομάδας ή ολόκληρης της κοινωνίας σύμφωνα με συνειδητή θέληση και κοινή συνεργατική ενέργεια. Ενώ για τον ατομικιστή Σπένσερ η ο. αρχίζει εκεί όπου αρχίζουν οι ανάγκες του ίδιου του ατόμου, για τον Τσαρλς Νόρτον Κούλεϋ πρωταρχικό δεδομένο είναι η ενότητα του κοινωνικού πνεύματος και της οργάνωσης του, όπως ι αρμονία στη μουσική είναι σημαντικότερη απ(τους μεμονωμένους ήχους. Προς αυτήν κυρίως τη δεύτερη κατεύθυνση στράφηκαν οι κοινωνιολογικές μελέτες, από το Ζίμελ ως το Βέμπε) και τον Πάρσονς, οι οποίοι διάκριναν τους δια φόρους τύπους οργάνωσης (παραδοσιακή, λογική σε σχέση με την αξία ή κάποιον πρακτικό σκοπό κλπ.), τα διάφορα επίπεδα τους και της μορφές τους. Υπάρχει μια τάση, κυρίως στους νεώτερους ερευνητές και θεωρητικούς κοινωνιολόγους όπως ο Γκούρβιτς, να χαρακτήριζεται η δομή ολόκληρης της κοινωνίας από την ο. των ομάδων που τη συγκροτούν. Σημαντική διάκριση στο επίπεδο αυτό έγινε μεταξύ της τυπικής o., που ρυθμίζεται από κανόνες, γραφείο κρατικές διατυπώσεις και εξουσίες, και της άτυπης o., που προκύπτει αυτόματα από συναισθηματικές σχέσης, όπως τροποποιούνται διαρκώς από την ομάδα. Με τον τρόπο αυτόν εκφράζονται οι εσωτερικές συγκρούσεις της ομάδας και καθορίζεται η συνεχής αναπροσαρμογή ακόμα και των τυπικών σχημάτων. Από τις μελέτες πάνω στην ο. απόκτησαν ιδιαίτερη σημασία εκείνες που αναφέρονται στη βιομηχανική επιχείρηση ως αυτοτελή τομέα.
* * *η (ΑΜ ὀργάνωσις) [οργανώ]συγκρότηση συνόλου ώστε να λειτουργεί κανονικά, διοργάνωση, διευθέτησηνεοελλ.οργανωμένο σύνολο που έχει τις δικές του λειτουργίες και όργανα προσαρμοσμένα σε μακροπρόθεσμους σκοπούς, σύνδεσμος, εταιρεία, σωματείο.
Dictionary of Greek. 2013.